- ἔνλιθος
- ἔνλῐθος, ον,A adorned with jewels,
μασχαλιστήρ CPR22.5
(ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μασχαλιστήρ CPR22.5
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ένλιθος — ἔνλιθος, ον (Α) [λίθος] (για κοσμήματα) διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («μασχαλιστὴρ ἔνλιθος», πάπ.) … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek